καλογριίτσα

καλογριίτσα
και καλογρίτσα, η
1. (υποκορ. τού καλογριά)
1. μικρή στην ηλικία ή κοντή στο ανάστημα καλογριά
2. (θωπευτικά) αγαθή μοναχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγρια + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. καρφ-ίτσα, φανελ-ίτσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”